- ισοδαίμων
- ἰσοδαίμων, -ον (Α)1. ίσος, όμοιος με τον θεό, ισόθεος («ἰσοδαίμων βασιλεύς», Αισχύλ.)2. ίσος με άλλον κατά την ευδαιμονία ή κατά την τύχη («ἰσοδαίμων βασιλεῡσι», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + δαίμων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσοδαίμων — godlike masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοδαίμονα — ἰσοδαίμων godlike neut nom/voc/acc pl ἰσοδαίμων godlike masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοδαίμονας — ἰσοδαίμων godlike masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοδαίμονος — ἰσοδαίμων godlike gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού … Dictionary of Greek